πουτανιά

πουτανιά
η
1. η ιδιότητα της πόρνης.
2. πράξη που ταιριάζει μόνο σε πόρνη.
3. δόλια συμπεριφορά, απάτη, ασυνέπεια σκόπιμη, απιστία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πουτανιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πουτάνα 2. συνεκδ. απιστία, ανήθικη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιά (πρβλ. ανθρωπ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”